-
1 jupe
φούστα -
2 sukně
φούστα -
3 skirt
φούστα -
4 poła
φούστα -
5 spódnica
φούστα -
6 юбка
-
7 skirt
[skə:t]1) (a garment, worn by women, that hangs from the waist: Was she wearing trousers or a skirt?) φούστα2) (the lower part of a dress, coat etc: a dress with a flared skirt.) φούστα -
8 лиф
лифм ὁ μπούστος, τό στήθος φουστα-νιοῦ. -
9 пачка
пачкаж1. τό πακέτο / ἡ δέσμη (связка):\пачка папирос ἕνα πακέτο τσιγάρα· \пачка книг ἡ δέσμη βιβλίων2. (балерины) ἡ Φούστα μπαλαρίνας. -
10 плиссированный
плисс||ированныйприч. и прил μέ πλισσέ:\плиссированныйиро́ванная юбка ἡ φούστα πλισσέ. -
11 широкий
широк||ийприл1. прям., перен πλατύς, φαρδύς/ εὐρύς (о пространстве, тж. перен):\широкийие окна τά φαρδειά παράθυρα· \широкийая юбка ἡ φαρδειά φούστα· \широкийая у́ли-ца ὁ πλατύς δρόμος· \широкийие массы οἱ πλατειές μάζες· в \широкийом смысле (слова) μέ τήν πλατειά σημασία·2. перен (большой) μεγάλος, εὐρύς:в \широкийом масштабе σέ εὐρεΐα κλίμακα· \широкийие планы τά μεγάλα σχέδιά \широкийие горизонты οἱ εὐρείς ὀρίζοντες· ◊ \широкий шаг τό μεγάλο βήμα· жить на \широкийую но́гу ζῶ πολυτελέστατα· \широкий экран τό σινεμασκόπ. -
12 юбка
юбкаж ἡ φούστα:нижняя \юбка τό με-σοφούστανο, τό φουρρό. -
13 kilt
[kilt](an item of Scottish national dress, a pleated tartan skirt reaching to the knees and traditionally worn by men.) σκοτσέζικη φούστα -
14 miniskirt
['miniskə:t](( abbreviation mini ['mini]) a short skirt the hem of which is well above the knees.) μίνι φούστα -
15 tutu
['tu:tu:](a female ballet dancer's short stiff skirt.) φούστα μπαλαρίνας -
16 везти
везу, везешь, παρλθ. χρ. вез, везла, везло, ρ.δ.1. μεταφέρω, μετακομίζω, μετακινώ με μεταφορικό μέσο.2. απρόσ. ευνοεί η τύχη•ему не -ет αυτόν δεν τον πάει (δεν τον βοηθά) η τύχη.
1. μεταφέρομαι, μετακομίζομαι, μετακινούμαι με μεταφ. μέσο.2. σέρνομαι χάμω καταγής•юбка -ется по полу η φούστα σέρνεται στο πάτωμα.
-
17 заузить
-ужу, -узишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зауженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.στενεύω•заузить юбку στενεύω τη φούστα.
-
18 исподница
-ы θ. (διαλκ.) εσωτερική φούστα ή μπλούζα, ντεσού. -
19 клёш
-а α.κωνικό σχήμα, καμπάνα•юбка -φούστα-καμπάνα.
-
20 пачка
-и θ.1. πακέτο• πάκο χαρτόδεμα, η δέσμη•пачка денег δέσμη χρημάτων•
пачка чаю πακέτο τσάι.
2. (ορυκτ.) στρώμα.3. φούστα μπαλαρίνας.4. επίρ. -ами κατά ομάδες, αλληλοδιαδόχως κομπολόϊ.εκφρ.стрелять -ами – ρίχνω μπαταρίες.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φούστα — η (λ. ιταλ.) 1. τμήμα της ενδυμασίας που καλύπτει το σώμα από τη μέση ως κάτω με μήκος που ποικίλλει ανάλογα με τη μόδα. 2. ξεχωριστό μέρος της εθνικής ενδυμασίας των Σκοτσέζων, ανάλογο με τη γυναικεία φούστα, που καταλήγει ως το γόνατο, το κιλτ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φούστα — η, Ν 1. γυναικείο ένδυμα που ποικίλλει στο σχήμα και το μήκος και στηρίζεται στη μέση 2. ναυτ. μακρόστενο πλοίο με πανιά και κουπιά, που χρησιμοποιούσαν οι πειρατές 3. στον πληθ. οι φούστες συνεκδ. πειρατικές επιδρομές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fusta] … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
φουστανέλα — η, Ν 1. λευκή, κοντή, φαρδιά και πολύπτυχη ανδρική φούστα, βασικό εξάρτημα τής εθνικής παραδοσιακής ανδρικής φορεσιάς 2. η φούστα τών ευζώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουστάνι + κατάλ. έλα (πρβλ. πιατ έλα) ή, κατ άλλη άποψη, < ιταλ. fustana, μέσω ενός… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Μπανγκλαντές — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Δ, Β και Α με την Ινδία και ΝΑ με τη Μυανμάρ. Βρέχεται Ν από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Tο Μ. ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971. Αντιστοιχεί στην πρώην ανατολική επαρχία του Πακιστάν, από την οποία αποσπάστηκε… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
κιλτ — το πτυχωτή καρό φούστα, μέχρι το γόνατο μακριά, χαρακτηριστική τοπικής ενδυμασίας τών Σκωτσέζων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. kilt] … Dictionary of Greek
κρινολίνο — Γυναικείο εσώρουχο ραμμένο από ύφασμα, το οποίο είχε κατασκευαστεί από αλογότριχα (γαλλ. crin = αλογότριχα, απ’ όπου προέκυψε και η ονομασία κ.). Το φορούσαν κάτω από το φόρεμα, για να του προσδίδει φουσκωτή όψη, σε σχήμα καμπάνας. Τα κ.… … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
παρεό — το άκλ. είδος λεπτού υφάσματος με μορφή μεγάλου μαντιλιού που τυλίγεται γύρω από τη μέση και φοριέται ως φούστα κατά τους θερινούς μήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pareo, από λέξη της γλώσσας της Ταϊτής] … Dictionary of Greek