Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η φούστα

См. также в других словарях:

  • φούστα — η (λ. ιταλ.) 1. τμήμα της ενδυμασίας που καλύπτει το σώμα από τη μέση ως κάτω με μήκος που ποικίλλει ανάλογα με τη μόδα. 2. ξεχωριστό μέρος της εθνικής ενδυμασίας των Σκοτσέζων, ανάλογο με τη γυναικεία φούστα, που καταλήγει ως το γόνατο, το κιλτ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φούστα — η, Ν 1. γυναικείο ένδυμα που ποικίλλει στο σχήμα και το μήκος και στηρίζεται στη μέση 2. ναυτ. μακρόστενο πλοίο με πανιά και κουπιά, που χρησιμοποιούσαν οι πειρατές 3. στον πληθ. οι φούστες συνεκδ. πειρατικές επιδρομές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fusta] …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • φουστανέλα — η, Ν 1. λευκή, κοντή, φαρδιά και πολύπτυχη ανδρική φούστα, βασικό εξάρτημα τής εθνικής παραδοσιακής ανδρικής φορεσιάς 2. η φούστα τών ευζώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουστάνι + κατάλ. έλα (πρβλ. πιατ έλα) ή, κατ άλλη άποψη, < ιταλ. fustana, μέσω ενός… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Μπανγκλαντές — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Δ, Β και Α με την Ινδία και ΝΑ με τη Μυανμάρ. Βρέχεται Ν από τον Kόλπο της Βεγγάλης.Tο Μ. ανέκτησε την ανεξαρτησία του το 1971. Αντιστοιχεί στην πρώην ανατολική επαρχία του Πακιστάν, από την οποία αποσπάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek

  • κιλτ — το πτυχωτή καρό φούστα, μέχρι το γόνατο μακριά, χαρακτηριστική τοπικής ενδυμασίας τών Σκωτσέζων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. kilt] …   Dictionary of Greek

  • κρινολίνο — Γυναικείο εσώρουχο ραμμένο από ύφασμα, το οποίο είχε κατασκευαστεί από αλογότριχα (γαλλ. crin = αλογότριχα, απ’ όπου προέκυψε και η ονομασία κ.). Το φορούσαν κάτω από το φόρεμα, για να του προσδίδει φουσκωτή όψη, σε σχήμα καμπάνας. Τα κ.… …   Dictionary of Greek

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

  • παρεό — το άκλ. είδος λεπτού υφάσματος με μορφή μεγάλου μαντιλιού που τυλίγεται γύρω από τη μέση και φοριέται ως φούστα κατά τους θερινούς μήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pareo, από λέξη της γλώσσας της Ταϊτής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»